- στρεμματικός
- η , ό[ν] относящийся к стрёмме (см. στρέμμα);
στρεμματικός φόρος — налог со стреммы;
μέση στρεμματική απόδοση — средний урожай с каждой стреммы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρεμματικός φόρος — налог со стреммы;
μέση στρεμματική απόδοση — средний урожай с каждой стреммы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρεμματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρέμμα 2. φρ. «στρεμματικός φόρος» φόρος εισπραττόμενος κατά στρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρέμμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
στρεμματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο στρέμμα: Η στρεμματική απόδοση είναι πολύ χαμηλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)